κορυδαλλίδες

κορυδαλλίδες
κορυδαλλίς
lark
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κορυδαλλίδες — Οικογένεια ωδικών εντομοφάγων πτηνών. Η πίσω επιφάνεια των μεταταρσίων των κ. καλύπτεται από κεράτινες φολίδες. Το μεγάλο δάχτυλό τους έχει μακρύ νύχι, που τα βοηθάει να περπατούν στο έδαφος. Τα πιο γνωστά είδη των κ. είναι ο κορυδαλλός, ο… …   Dictionary of Greek

  • γαλερίδη — η μικρό ωδικό πτηνό τής οικογένειας Κορυδαλλίδες, ο κατσουλιέρης …   Dictionary of Greek

  • επιτυμβίδιος — ἐπιτυμβίδιος, ία, ον (Α) [επιτύμβιος] 1. επιτύμβιος, επιτάφιος («ἀντὶ δὲ θρήνων ἐπιτυμβιδίων» τών επιτάφιων τραγουδιών, Αισχύλ.) 2. φρ. «ἐπιτυμβίδιοι κορυδαλλίδες» επίθ. τών κορυδαλλών, επειδή έχουν πάνω στο κεφάλι τους λοφίο σαν τύμβο ή επειδή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”